- προστομίδα
- προστομίςmouthpiecefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστομίδα — η / προστομίς, ίδος, ΝΑ εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη τού εκτελεστή και διά μέσου τού οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη τού αέρα που περιέχεται στον σωλήνα τού οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ … Dictionary of Greek
πλαγίαυλος — Bλ. λ. φλάουτο. * * * ο, ΝΜΑ μουσ. λόγια ονομασία τού φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε σχήμα αυλού, το οποίο έχει την προστομίδα πλαγίως στο επάνω άκρο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + αὐλός] … Dictionary of Greek